Μινώταυρος: Μισός άνθρωπος, μισός ταύρος, το γνωστό τέρας της μυθολογίας μας που κατοικούσε στον Λαβύρινθο του βασιλιά Μίνωα, και τον οποίο εξόντωσε τελικά ο Θησέας. Η τρομερή μορφή του πρωτοστάτησε σε πολλά έργα, προκαλώντας τρόμο και δέος, ένα εκ των οποίων ήταν και «ο τελευταίος Μονόκερος» του ΠήτερΜπηγκλ.
Μόνο που ο Φίλιπ Σίμπσον πάει τον μύθο παραπέρα. Τον τραβάει από το αυτί και τον περνάει μέσα από νέους συμβολισμούς και προσωπεία. Ο Μινώταυρος εδώ, δεν είναι η φονική μηχανή του Μίνωα που έτρεμαν οι Αθηναίοι. Αντιθέτως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα αποκρουστικό υβρίδιο. Είναι ένα πλάσμα ανθρώπινο, ευαίσθητο και λογικό, που δεν μπορείς παρά να ταυτιστείς μαζί του.
Ο Αστερίωνας -όπως είναι το αληθινό του όνομα- ο γιος του Ποσειδώνα και της Πασιφάης, μεγαλώνει στο παλάτι του Μίνωα, ο οποίος όμως τον μισεί θανάσιμα, γιατί χάρη στην απιστία της γυναίκας του με τον θεό της θάλασσας, πλήττεται η βασιλική και ανδρική του τιμή. Η ζωή στην Κρήτη είναι δύσκολη, καθώς δεν έχει ούτε στο ελάχιστο την εύνοια του θετού του πατέρα. Σαν να μην φτάνει το πατρικό μίσος, ο Αστερίωνας έχει να αντιμετωπίσει και τον φόβο των γύρω του για μια φυσική του ιδιαιτερότητα: τα δύο κέρατα που ξεφυτρώνουν από το μέτωπό του, τα οποία του έδωσε ο αληθινός του πατέρας, ο Ποσειδώνας, για να θυμίζει στον Μίνωα την απιστία της συζύγου του.
Βλέπουμε την ζωή του Αστερίωνα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, τόσο φυσικά, που νιώθουμε λες κι εμείς μεγαλώνουμε μαζί του, περνάμε τα πρώτα μας ανέμελα, παιδικά χρόνια, τους πρώτους παιδικούς, αθώους έρωτες και τις πρώτες εφηβικές απογοητεύσεις. Είναι αδύνατον να μην ταυτιστούμε μαζί του. Είναι το αδικημένο παιδί, αυτό που όλοι κρύβουμε μέσα μας, που έχουμε ξεχάσει και παραμελήσει.
Η φυσική ιδιαιτερότητα του Αστερίωνα κάνει τον κόσμο να τον αντιμετωπίζει σαν κάτι ξένο. Η κοινωνία δεν μπορεί να απορροφήσει κάτι που δεν πληροί τα κριτήριά της, που είναι διαφορετικό, μη αναγνωρίσιμο. Έτσι εκείνος καταλήγει σχεδόν απόκληρος. Η πορεία του είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Όμως, παρόλη την άδικη μεταχείριση, τις απογοητεύσεις και τις προδοσίες που υφίσταται, ο Αστερίωνας καταφέρνει να παραμείνει όχι μόνο ανθρώπινος -πολλές φορές φαντάζει περισσότερο άνθρωπος από τους φυσιολογικούς ανθρώπους γύρω του- αλλά και υπέρτατα γενναίος. Κάνει το μη αναμενόμενο. Ξεπερνά τον εαυτό του και γίνεται ήρωας.
Το αλλοτινό τέρας του μύθου μεταμορφώνεται χάρη στην εξαιρετική πένα του Σίμπσον. Αποκαθίσταται στα μάτια μας, παίρνει μια λιγότερο αγριωπή μορφή, εξυψώνεται. Και αυτός είναι ο σκοπός του συγγραφέα. Μέσα από περιπέτειες, μυστικά και ίντριγκες, ο Αστερίωνας μας αποδεικνύει πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον Μινώταυρο. Είναι ο κρυμμένος ήρωας που έχουμε όλοι μέσα μας, η υποψία του ανώτερου εαυτού μας, η εσώτερη δύναμη που περιμένει να την αναζητήσουμε και να την χρησιμοποιήσουμε. Είναι το αγαθό κομμάτι μας, κείνο που υπερβαίνει τα κοινωνικά στερεότυπα και το εγώ μας.
Δεν γίνεται να μην παρατηρήσουμε την ευαισθησία του Σίμπσον απέναντι στο ζήτημα της κοινωνικής απομόνωσης και του εκφοβισμού. Και αυτή ακριβώς είναι η πρωτοτυπία και η δύναμη του «Μινώταυρου». Σπάει τις νόρμες, το κατεστημένο, το δεδομένο, και μας παρουσιάζει μία νέα εκδοχή των όσων γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Από το βιβλίο, φυσικά, δεν λείπουν οι μάχες, το χιούμορ, οι αναφορές σε άλλα ιστορικά πρόσωπα της τότε εποχής, αλλά και οι σκηνές δράσης που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ακούραστα, χάρη στην δυνατή πλοκή, την γλαφυρή γραφή και την εξαιρετική αληθοφάνεια των χαρακτήρων.
Διαβάζοντας τον «Μινώταυρο», είναι απίθανο να μείνουμε αμέτοχοι. Θα γελάσουμε μαζί του, θα νιώσουμε οργή και θλίψη, θα θελήσουμε να του συμπαρασταθούμε στα δύσκολα.
Ο Φίλιπ Σίμπσον καταφέρνει αυτό που όλοι οι συγγραφείς εύχονται: να δώσει στον πρωταγωνιστή του σάρκα και οστά. Να τον κάνει τόσο αληθινό, που να μοιάζει σχεδόν πως αναπνέει, υπάρχει και περιμένει με προσμονή τους αναγνώστες που θα θελήσουν να ακούσουν την ιστορία του.
Θα κλείσω, ως συνήθως, με ένα εξαιρετικά μικρό απόσπασμα, ως φόρο τιμής στις όμορφες στιγμές που μου χάρισε αυτό το βιβλίο.
-Ιωάννα Τσιάκαλου
Photo by cottonbro on Pexels.com
«-Το όνομα που μου έδωσαν όταν γεννήθηκα είναι Αστερίωνας. Το όνομα που μου επέβαλαν μετά είναι εντελώς διαφορετικό.
-Και ποιο είναι αυτό; Ρώτησε ανυπόμονα ο Οβίδιος, πίνοντας άλλη μια γουλιά κρασί.
-Μινώταυρος.
Ο Οβίδιος κόντεψε να πνιγεί. Ένας πίδακας από κρασί πετάχτηκε από το στόμα του. Άρχισε να γελάει. Κρασί έτρεξε από το σαγόνι του και λέρωσε την ήδη λεκιασμένη τόγα του. Σύντομα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του.
-Περιμένεις να πιστέψω ότι είσαι ο μυθικός μισός άνθρωπος, μισός ταύρος του θρύλου; Πρώτα από όλα, δεν είσαι τόσο μεγάλος.
-Πατέρας μου ήταν ο Ποσειδώνας, είπε ο Αστερίωνας. Είμαι ημίθεος, και συνεπώς, αθάνατος.
Ο Οβίδιος κούνησε το χέρι με δυσπιστία.
-Ακόμη κι αν το δεχτώ, πέθανες πριν από χίλια χρόνια και βάλε. Σε σκότωσε ο Θησέας. Όλοι το γνωρίζουν.
-Όλοι κάνουν λάθος, είπε ο Αστερίωνας με απάθεια. Γι’ αυτό είσαι εδώ, σωστά; Είσαι λόγιος και ποιητής, ένας άνθρωπος που αναζητά την αλήθεια. Έμαθα ότι θα ερχόσουν και προσφέρθηκα να σε ξεναγήσω. Εγώ σε επέλεξα. Δεν θέλεις να μάθεις την αλήθεια;
Κάτι παράξενο συνέβαινε. Ο Οβίδιος, παρά τις ανησυχίες του, είχε γοητευτεί πια. Και να μπορούσε να το σκάσει, ήξερε ότι δεν θα το έκανε. Ήθελε να μάθει. Τα λόγια ενός παλαβού μπορεί να ήταν τελικά διασκεδαστικά. Εκτός αυτού, είχε μια κάποια αμφιβολία. Είχε ακουστά αυτούς του υποτιθέμενους ημίθεους, φυσικά. Ήξερε ότι υπήρχαν φήμες για την ύπαρξή τους- ότι κάποιοι από αυτούς ζούσαν και ανέπνεαν ακόμη πάνω στη Γη, ανάμνηση της χρυσής εποχής των θεών που είχε παρέλθει πια…»
コメント